Γιατί το παιδί μαθαίνει καλύτερα στην τάξη
H Μαρία και η Έλενα είναι φίλες και συμφοιτήτριες επί πτυχίω στο τμήμα αγγλικής φιλολογίας στο ΑΠΘ.
Η κουβέντα άναψε όταν στον πίνακα ανακοινώσεων είδαν μία αγγελία ενός κέντρου ξένων γλωσσών που ζητούσε καθηγήτρια.
Μαρία: Να, ζητούν καθηγήτρια σε φροντιστήριο. Τι λες να πάρω τηλέφωνο;
Η Έλενα κοιτά την αγγελία απαξιωτικά.
Έλενα: Τι λες ρε Μαρία; Εδώ γίνεται χαμός με τα ιδιαίτερα θα βγάζεις τα διπλά λεφτά με πολύ λιγότερο κόπο. Ούτε πίεση, ούτε αφεντικά πάνω από το κεφάλι σου. Κι αν πάει κάτι στραβά «χαίρετε»! Σιγά μην κάτσω να σκάσω ΚΑΙ ΕΥΘΥΝΗ ΜΗΔΕΝ.
Μαρία: Δεν ξέρω αν έχεις δίκιο ή όχι, γιατί εγώ δεν έχω πείρα σ’ αυτά. Και μπορούμε να αναλάβουμε μέχρι lower;
Έλενα: Κοίτα, αν δε μας βαρεθούνε, φαντάζομαι πως ναι. Αν πάλι βαρεθούμε εμείς, την κάνουμε με ελαφρά πηδηματάκια, ξέρεις του τύπου –έχω γραφτεί και σε άλλη σχολή, κάνω μεταπτυχιακό και δε με βολεύουν οι ώρες – και τέτοια!
Μαρία: Έλενα που τα ‘μαθες όλα αυτά;
Έλενα: Να σου πω. Έχω μια θεία, τη Τζίνα, που κάνει πολλά χρόνια ιδιαίτερα. Αυτή μου τα λέει. Το παίζει και καλά αυθεντία. Έχει μια πυκνογραμμένη ατζέντα και όταν την καλούν κάνει τάχα πως ψάχνει να βρει ώρες. Να πως ανεβαίνουν οι τιμές. Σ αυτή τη δουλειά, λέει η Τζίνα, σημασία έχει πώς πλασάρεις τον εαυτό σου.
Μαρία: Εγώ Έλενα, δεν μπορώ να τα κάνω αυτά, δεν είναι του χαρακτήρα μου. Εγώ θέλω να βρω ένα χώρο να εφαρμόσω αυτά που μάθαμε στο Πανεπιστήμιο, να αξιοποιήσω την εμπειρία και την οργάνωση ενός καλού φροντιστηρίου και να εξελιχθώ ως καθηγήτρια.
Έλενα: Δεν ξέρω τι λες Μαρία, εγώ πάντως δεν θέλω κανέναν να μου λέει, ούτε πώς να κάνω το μάθημα ούτε τι ύλη να βγάλω, ούτε τι σύστημα να ακολουθήσω. Εγώ θέλω να πηγαίνω με τους δικούς μου ρυθμούς, να μπορώ λέω στους γονείς αυτά που θέλουν ν ακούσουν και να ‘μαστε όλοι ευχαριστημένοι.
Μαρία: Χωρίς καθοδήγηση όμως θα χαθείς, Και θα σου πω το ποιο απλό, αισθάνεσαι ότι μπορείς να είσαι καλή σε όλα; Να διδάσκεις το ίδιο καλά γραμματική, λεξιλόγιο, έκθεση και προφορικά; Εγώ αισθάνομαι ανασφάλεια και ανεπάρκεια. Σ ένα καλό φροντιστήριο θα υπάρχει ένας συνδυασμός καθηγητών που να καλύπτει όλες τις δεξιότητες. Άσε που άλλο η τάξη κι άλλο ένας κούκος.
Έλενα: Τι εννοείς;
Μαρία: Εννοώ το αυτονόητο, το παιδί μαθαίνει στην τάξη και όχι στο σαλονάκι, στην κουζίνα ή στο δωμάτιό του. Αλλιώς να καταργήσουμε και τα σχολεία. Το σπίτι είναι το λιμάνι του, είναι ο χώρος που ξεκουράζεται, μελετά, παίζει, δέχεται τους φίλους του, ζει οικογενειακές στιγμές. Αν μπω εγώ μέσα να του κάνω μάθημα, μεταφέρω εκεί την ψυχολογία του σχολείου. Καταλαβαίνεις;
Έλενα: Έχεις δίκιο. Δεν το είχα σκεφτεί έτσι, εγώ παρασυρόμενη από τη Τζίνα, τελικά σκεφτόμουν ανώριμα…
Μαρία: Ναι βρε Ελενάκι, στο κάτω κάτω είμαστε εκπαιδευτικοί! Κάνουμε λειτούργημα!
Συγκρίνεται η τάξη; Το παιδί εκεί θα κοινωνικοποιηθεί, θα ακούσει τις απορίες των άλλων παιδιών και θα συμμετέχει με τις δικές του θέσεις, θα είναι με τους φίλους του. Στο κοινωνικό περιβάλλον του φροντιστηρίου το παιδί εκτός από την ξένη γλώσσα, μαθαίνει να συμμετέχει, να διακρίνεται, να διεκδικεί, να κάνει υπομονή, να ανέχεται, να διαπληκτίζεται και να συγχωρεί, να εντάσσεται σε ένα σύνολο. Το σχολείο είναι ο ιδανικός χώρος όπου το παιδί μαθαίνει όλα αυτά με ασφάλεια ενώ το ιδιαίτερο το απομονώνει, το «αποστειρώνει» από όλα αυτά τα μαθήματα ζωής.
Έλενα: Έτσι Μαρία! Άσε που θα έχουμε και ασφάλιση! Και τελικά μια ενδιαφέρουσα τάξη!
Μαρία: Εγώ το αποφάσισα, θα κάνω για τον εαυτό μου ό,τι θα έκανε μία σωστή μαμά για το παιδί της. Θα βρω ένα καλό κέντρο ξένων γλωσσών και θα ξεκινήσω!
Εμπνευσμένο από δημοσιευμένο άρθρο στο περιοδικό TEACHER’S VOICE